- πτερυγοτόμος
- ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτερυγοτόμῳ — πτερυγοτόμος instrument for this purpose masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
πτερυγοτομώ — έω, Α [πτερυγοτόμος] αφαιρώ με χειρουργικά εργαλεία το πτερύγιο τού οφθαλμού … Dictionary of Greek